εἰσαγωγεῖς

εἰσαγωγεῖς
εἰσαγωγέω
guide
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
εἰσαγωγεύς
introducer
masc acc pl
εἰσαγωγεύς
introducer
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • LEONE picto — Nili ἀνάβασιν repraesentabant Aegyptii, ut scribit Orus, Ε᾿πειδὴ ὁ ἣλιος εν λέοντι γενόμενος πλείονα την` ἀνάβασιν το Νείλου ποιεῖται, ὥςτε ἐπιμεν´οντος τȏυ ἡλίου τῷ ζωδίῳ τούτῳ τὸ δίμοιρον τȏυ νέου ὓδατος πλημμυρεῖν πολλάκις, Quoniam Sol in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SHOTERIM — Hebr. Gap desc: Hebrew, fuêre in Israelitarum Rep. praefecturarum Iuridicarum ministri et praeiudiciorum sollennium exsecutores, Iudaeis Hispanis Alquaziles, Germaniensibus Buttel, i. e. Lictores, seu Bedelli. Graecis vero Interpretib.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οινηγός — οἰνηγός ή, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρει κρασί («οἰνηγὸν πλοῑον») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηγή (ενν. ἅμαξα) άμαξα οινοφόρος, για μεταφορά κρασιού 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ οἰνηγοί εισαγωγείς κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ηγός (< ἄγω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά …   Dictionary of Greek

  • προχρηματοδότηση — η, Ν (οικον.) η χορήγηση πιστώσεων ως τραπεζική συνδρομή σε εισαγωγείς ή εξαγωγείς οι οποίοι έχουν υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες για παραγγελίες …   Dictionary of Greek

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

  • χολέδρα — ἡ, ΜΑ η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία τής λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σαιν Βίνσεντ — (Saint Vincent= Άγιος Βικέντιος). Νησιωτικό κράτος, μέλος των Ενωμένων Πολιτειών των Δυτικών Ινδιών. Αποτελείται από το νησί Σαιντ Βίνσεντ, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα των Μικρών Αντιλλών (Προσήνεμα νησιά) και τα νησιά Μπεκία, Μυστίκ, Μαιϋρώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”